- δεψικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για την επεξεργασία τών δερμάτων2. «δεψικές ύλες ή ουσίες» — διαδομένες στον φυτικό κόσμο ύλες, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να μετατρέπουν σε δέρμα τη βύρσα, το ακατέργαστο δέρμα3. το θηλ. ως ουσ. η δεψικήη βυρσοδεψία.
Dictionary of Greek. 2013.